φέρουλα

φέρουλα
η, ΝΑ, και φερούλα και φερούλη Ν
βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, δικότυλων αγγειόσπερμων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες τής τάξης απιώδη ή σκιαδανθή, με 130 περίπου είδη, από τα οποία τρία είναι αυτοφυή στην Ελλάδα, γνωστά ως ναρθηκία, νάρθηκας, άρθηκας ή βανούκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ferula «το φυτό νάρθηκας» (πρβλ. και αγγλ. ferula, γαλλ. ferule)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φέλλουρα — ας, ἡ, Α το φυτό φερούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. τής λ. φερούλα πιθ. κατ επίδραση τής λ. φελλός] …   Dictionary of Greek

  • νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… …   Dictionary of Greek

  • φερουλάγκο — και φερουλάγο,το, Ν βοτ. είδος τού γένους φέρουλα, πιθανώς η ναρθηκία τού Θεοφράστου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεοελατ. Ferula ferulago] …   Dictionary of Greek

  • φερούλη — η, Ν βοτ. βλ. φέρουλα …   Dictionary of Greek

  • χαλβάνη — η, ΝΜΑ ρητινώδης οπός, κομμεορητίνη που λαμβάνεται από είδος τού φυτού φερούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης (πρβλ. εβρ. helbanā «ρητινώδες φυτό»), ενώ, παράλληλα, τη λ. έχει δανειστεί και η Λατινική (πρβλ. λατ. galbanum)] …   Dictionary of Greek

  • χαλβανίς — ίδος, ἡ, Α 1. (με σημ. επιθ.) αυτή που παράγει χαλβάνη («χαλβανὶς ῥίζα», Νίκ.) 2. (με σημ. ουσ.) το φυτό φερούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβάνη «ρητίνη φυτού» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. φοινικ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • ανάθρηκας — Πολυετής πόα, γνωστή επιστημονικά ως φερούλα η κοινή. Ο βλαστός της φτάνει σε ύψος τα 3 μ. Έχει φύλλα μαλακά, τα κατώτερα με ποδίσκο κυλινδρικό και τα ανώτερα με μεγάλο, μεμβρανώδη κολεό. Είναι φυτό κοινό στην Ελλάδα, όπου φυτρώνει κατά προτίμηση …   Dictionary of Greek

  • φερούλη — φερούλη, η και φερούλα, η (βοτ.), γένος φυτών που ευδοκιμεί στις μεσογειακές χώρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”