φέλλουρα — ας, ἡ, Α το φυτό φερούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. τής λ. φερούλα πιθ. κατ επίδραση τής λ. φελλός] … Dictionary of Greek
νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… … Dictionary of Greek
φερουλάγκο — και φερουλάγο,το, Ν βοτ. είδος τού γένους φέρουλα, πιθανώς η ναρθηκία τού Θεοφράστου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεοελατ. Ferula ferulago] … Dictionary of Greek
φερούλη — η, Ν βοτ. βλ. φέρουλα … Dictionary of Greek
χαλβάνη — η, ΝΜΑ ρητινώδης οπός, κομμεορητίνη που λαμβάνεται από είδος τού φυτού φερούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης (πρβλ. εβρ. helbanā «ρητινώδες φυτό»), ενώ, παράλληλα, τη λ. έχει δανειστεί και η Λατινική (πρβλ. λατ. galbanum)] … Dictionary of Greek
χαλβανίς — ίδος, ἡ, Α 1. (με σημ. επιθ.) αυτή που παράγει χαλβάνη («χαλβανὶς ῥίζα», Νίκ.) 2. (με σημ. ουσ.) το φυτό φερούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβάνη «ρητίνη φυτού» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. φοινικ ίς)] … Dictionary of Greek
ανάθρηκας — Πολυετής πόα, γνωστή επιστημονικά ως φερούλα η κοινή. Ο βλαστός της φτάνει σε ύψος τα 3 μ. Έχει φύλλα μαλακά, τα κατώτερα με ποδίσκο κυλινδρικό και τα ανώτερα με μεγάλο, μεμβρανώδη κολεό. Είναι φυτό κοινό στην Ελλάδα, όπου φυτρώνει κατά προτίμηση … Dictionary of Greek
φερούλη — φερούλη, η και φερούλα, η (βοτ.), γένος φυτών που ευδοκιμεί στις μεσογειακές χώρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)